μικροτάτους

μικροτάτους
μῑκροτάτους , μικρός
small
masc acc superl pl
μῑκροτάτους , σμικρός
small
masc acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σερικιτικός — ή, ό, Ν [σερικίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σερικίτη 2. φρ. «σερικιτικός σχιστόλιθος» (ορυκτ.) σχιστοποιημένο μεταμορφωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε μικρότατους κρυστάλλους σερικίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”